- Ἀρίας
- Ἀρίᾱς , Ἄριοςfem acc plἈρίᾱς , Ἄριοςfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρίας — ἀρίᾱς , ἄριοι fem acc pl ἀρίᾱς , ἄριοι fem gen sg (attic doric aeolic) ἀρίᾱς , ἀρία fem acc pl ἀρίᾱς , ἀρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
χελλαρίης — ὁ, Α το ψάρι ονίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελλ τού χελλών «είδος ψαριού» + κατάλ. αρίᾱς (< κατάλ. αρος + ίας*), πιθ. κατά τα καλλ αρίας, καρχαρίας] … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Περγκoλέζι Τζοβάννι Μπατίστα — (Pergolesi, Ιέζι Ανκόνα 1710 – Ποτσουόλι, Νεάπολη 1736). Ιταλός συνθέτης. Το πρόωρο ταλέντο του παρακίνησε τους παιδαγωγούς του να τον στείλουν να σπουδάσει βιολί και σύνθεση στο ωδείο της Νεάπολης. Οι βασικές γραμμές της κλίσης του, δηλαδή η… … Dictionary of Greek
RARIA — campus in Eleusine, in qua Triptolemus primum seminsse dicitur. Steph. Ρ῾άριον, πεδίον εν Ε᾿λευςῖνι καὶ Ρ῾αρία γῆ, Ρ῾αρίας ἡ Δημήτηρ. Male apud Hesychium: Ρ῾άριον, παιδίον, pro πεδίον. Nomen hoc inditum erat illi campo a Rharo, Triptolemi patre.… … Hofmann J. Lexicon universale
άρια — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει … Dictionary of Greek
αριά — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει … Dictionary of Greek
καντάτα — Μορφή μουσικής σύνθεσης ιταλικής προέλευσης, που επιβλήθηκε στις αρχές του 17ου αι. με δύο τύπους: την κοσμική κ. (ή δωματίου) και τη θρησκευτική (ή εκκλησιαστική) κ. Δημιουργήθηκε από την ανάγκη να αντιταχθεί η μονωδία και η ωδική απαγγελία στην … Dictionary of Greek
λιμπρέτο — (libretto). Διεθνής όρος, που υποδηλώνει το λογοτεχνικό κείμενο των λυρικών έργων, των oρατορίων και των καντατών. Η ετυμολογία του πιθανολογείται ότι προέρχεται από τις διαστάσεις του τυπογραφικού σχήματος (η ιταλική λέξη libretto είναι το… … Dictionary of Greek